γάλακτος

γάλακτος
γάλα, γάλακτος
Grammatical information: n.
Meaning: `milk' (Il.);
Other forms: Rare forms dat. γάλακι (Call. Hek. 1, 4, 4), gen. γάλατος (Pap.), τοῦ γάλα (Pl. Com.). - Also γλάγος n. (Β 471). Other forms: γλακῶντες μεστοὶ γάλακτος H.; κλάγος γάλα. Κρῆτες H. (s. below); with hypocoristic gemination γλακκόν γαλαθηνόν H.; and γλακτο-φάγος (Il.); these forms may be due to simple assimilations (or metathesis).
Compounds: Old is γαλα-θη-νός `sucking milk' (Od.) from γάλα and θῆσθαι; on the suffix cf. ἀγανός etc. (Schwyzer 452), also τιθήνη. γαλακτο-πότης (Hdt.) etc. On γάλα as second member Sommer Nominalkomp. 83.
Derivatives: γαλακτίς (πέτρα) name of a stone (Orph.) = γαλακτίτης (Dsc.; cf. Redard Les noms grecs en -της 53), both also plant names = τιθύμαλλος (Aët., Gloss.; from the juice, s. Strömberg Pflanzennamen 58, Redard 70); γάλαξ name of a white shellfish (Arist.; Strömberg Fischnamen 109; cf Chantr. Form. 379); γάλιον s. v. - Adj.: γαλακτώδης (Arist.) - Denom. verbs: γαλακτίζω, γαλακτόομαι, γαλακτιάω. - With ξ (from τ assibilated before ι?) γαλαξίας (κύκλος) `Milky Way' (D. S.; s. Chantr. 95; also γαλακτίας Ptol.); γαλάξια n. pl. name of a Cybele feast (inscr., Thphr.), from which Γαλαξιών months name on Delos (Inschr. IIIa). - Independent γαλατμόν λάχανον ἄγριον H. (cf. γάλιον); perhaps from *γαλακτ-μόν (Strömberg Pflanzennamen 58); Fur. 374, 389 compares ἀδαλτόμον. - γάλαγγα s.v. - From γλάγος late γλαγερός, γλαγόεις; also περιγλαγής (Π 642) and γλαγάω (AP). -
Origin: IE [Indo-European] [400] *glkt(-) `milk'
Etymology: Outside Geek only in Lat. lac. - The basis of the Greek forms is *galakt- or *glakt- seen in γλακτο-φάγος (Ν 6); but the latter can be a simple syncope; Latin also points to *glakt. From *galakt, with loss of the final consonants and development of sec. vowel in nom.-acc.-form (cf. on γυνή) γάλα, and analogical γάλακτος. - J. Schmidt Pluralbild. 179 assumed that the -t originally occurred only in the nom.-acc, as in Skt. yákr̥-t (s. ἧπαρ). As the nom. lost its final consonants (*galakt \> *galak \> γάλα), the intermediate stage could have given the t-less forms. The Armenian forms, class. kat`n, dial. kaxc` have been explained by Kortlandt, following Weitenberg, (*through an intermediate *kaɫt`- with al \< * ) from *gl̥kt-m, *gl̥kt-s resp. (Rev. Et. Arm. XIX (1985) 22). - From Lat. lac MIr. lacht etc. Szemerényi's proposal (KZ 75, 1958, 17--184), from *mlg\/k from the root of ἀμέλγω, is impossible (as this root was *h₂melǵ-). - Old Chin. lak `Kumys' in first instance a nordasiatic (turkish) LW [loanword], cf. Turk. dial. raky, araky; from where Arab. 'araq, Japan. sake etc., s. Karlgren DLZ 1926, 1960f. - Vgl. Schwyzer IF 30, 438ff., Kretschmer Glotta 6, 305, Ernout-Meillet s. lac, Buck Synonyms 385 - Not here Hitt. galaktar `Besänftigung, s. Tischler HEW.
Page in Frisk: 1,283-284

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γάλακτος — γάλα lac neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • λακταλβουμίνη — Πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα και ανήκει στην ομάδα των αλβουμινών. Όπως και οι άλλες αλβουμίνες είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, δεν καταβυθίζεται από χλωριούχο νάτριο και άλλα αραιά ουδέτερα διαλύματα αλάτων, αλλά μετουσιώνεται… …   Dictionary of Greek

  • λιπογάλακτος — λιπογάλακτος, ον (Μ) λιπόθηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. ομο γάλακτος, πολυ γάλακτος] …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”